μυκτηριάζω

μυκτηριάζω
μυκτηρι-άζω, [suff] μυκτηρι-ασμός, [suff] μυκτηρι-αστής,
A = μυκτηρίζω, -ισμός, -ιστής, Gloss.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μυκτηριάζω — pres subj act 1st sg μυκτηριάζω pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυκτηριάζω — (Α) βλ. μυκτηρίζω …   Dictionary of Greek

  • μυκτηρίζω — (ΑΜ μυκτηρίζω, Α και μυκτηριάζω) [μυκτήρ] χλευάζω, περιπαίζω κάποιον ζαρώνοντας κατά κάποιο τρόπο τη μύτη μου για να δείξω περιφρόνηση («ούτε Βαρλαάμ υπάρχει να τούς μυκτηρίσει ούτε Παλαμάς να τούς δικαιώσει», Παπαντ.) αρχ. 1. πάσχω από… …   Dictionary of Greek

  • μυκτηριῶ — μυκτηρίζω turn up the nose fut ind act 1st sg (attic epic doric) μυκτηριάζω fut ind act 1st sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”